- ἐψευσάμην
- ψεύδωcheat by liesaor ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευσίστυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α άτομο που μισεί το ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην), σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ. τέρπω) + στύξ «μίσος, αποστροφή» (βλ. λ. στυγῶ)] … Dictionary of Greek
ψευστήρ — ῆρος, ὁ, Α ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ τού ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + επίθημα τήρ*] … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek